Eναλλακτική & Επαυξητική Επικοινωνία είναι ο τομέας κλινικής πρακτικής που επιχειρεί να «αντισταθμίσει» (προσωρινά ή μόνιμα) τις διαταραχές ή δυσκολίες ατόμων με σοβαρές εκφραστικές διαταραχές επικοινωνίας ( ΑSHA , 1989, p.107). Πιο συγκεκριμένα, η Εναλλακτική επικοινωνία χρησιμοποιείται στην περίπτωση που υπάρχει ολοκληρωτική έλλειψη ομιλίας, ενώ η Επαυξητική επικοινωνία χρησιμοποιείται για να υποβοηθήσει την ομιλία γενικά ή σε περίπτωση που η ομιλία είναι μη καταληπτή (Georgopoulos, 2013). Η χρήση της εναλλακτικής επικοινωνίας για κάποιους ασθενείς μπορεί να είναι προσωρινή ενώ σε άλλους μόνιμη (ASHA, 2004).
Ως εκ τούτου, κάθε φορά που η ομιλία του παιδιού δεν αναπτύσσεται κανονικά ή όταν το παιδί δεν μπορεί να επικοινωνήσει αποτελεσματικά μέσω της ομιλίας, λόγω προϋπάρχουσων συνθηκών, συνίσταται στο παιδί να λάβει το συντομότερο δυνατό μια υποστήριξη επαυξητικής και εναλλακτικής Επικοινωνίας (AAC). Ακόμα και όταν δεν μπορεί να καθοριστεί με σαφήνεια αν ένα παιδί θα αναπτύξει τελικά κανονική ομιλία (πράγμα το οποίο είναι συχνό), είναι καλύτερα για αυτό να μάθει ένα εναλλακτικό σύστημα επικοινωνίας μέχρι να παρατηρηθεί η εμφάνιση του λόγου. Έτσι , σκοπός των συστημάτων ΕΕΕ είναι να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής του ατόμου, καθώς το βοηθά να εκφράσει τις ανάγκες του και επιθυμίες του , αλλά και να συναναστραφεί και να επικοινωνήσει με τον περίγυρο του με επιτυχία.
Η ενθάρρυνση του λόγου αποτελεί τμήμα των μεθόδων εκμάθησης των συστημάτων ΕΕΕ, καθώς κατά την εκμάθηση της χρήσης των συστημάτων ΕΕΕ το άτομο ενθαρρύνεται να μιλά, καθώς σχηματίζει το μήνυμα του. Όπως και κάθε άλλη λειτουργία , έτσι και ο λόγος μαθαίνεται ή βελτιώνεται μέσω της εξάσκησης και το άτομο είτε με αργούς είτε με γρήγορους ρυθμούς βελτιώνει την ποιότητα του λόγου του.
Οι υποψήφιοι για ένα σύστημα ΕΕΕ είναι άτομα τα οποία έχουνσοβαρές διαταραχές επικοινωνίας. Τα άτομα αυτά είναι άτομα μεεκ γενετής αιτιολογίες σοβαρών επικοινωνιακών διαταραχών όπως νοητική υστέρηση, αυτισμός, εγκεφαλική παράλυση, ορισμένα σύνδρομα και εξελικτική απραξία, καθώς και άτομα μεεπίκτητες αιτιολογίες σοβαρών επικοινωνιακών διαταραχών, όπως είναι τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια,η κρανιοεγκεφαλική κάκωση, η πλάγια μυατροφική σκλήρυνση, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η νόσος Πάρκινσον, οι άνοιες, ο καρκίνος κεφαλής και τραχήλου, η δυσλειτουργία εγκεφαλικού στελέχους, η νόσοςHuntington και η προσωρινή απώλεια εκφραστικής ικανότητας.
Πριν την έναρξη της αξιολόγησης του υποψήφιου ατόμου για ένα σύστημα ΕΕΕ είναι απαραίτητο να γίνει λήψη του ιατρικού, οικογενειακού, λογοθεραπευτικού και προσωπικού ιστορικού. Η αξιολόγηση ΕΕΕ θα πρέπει να περιλαμβάνει την αξιολόγηση τωναισθήσεων του ατόμου (όραση, ακοή, όσφρηση,αφή, γεύση), τηνσωματική κατάσταση του ατόμου και τις σωματικές του ικανότητες, την νοητική κατάσταση, τις γνωστικές , κοινωνικές, μαθησιακές και κινητικές ικανότητες του. Σκοπός της λογοθεραπευτικής αξιολόγησης στην ΕΕΕ είναι η επιλογή των κατάλληλων στόχων για την επίτευξη του εκπαιδευτικού προγράμματος.
Η επιλογή του τρόπου αξιολόγησης εξαρτάται από την ηλικία του ατόμου, από τον τρόπο που το άτομο αυτό επικοινωνεί , από το επίπεδο κατανόησης και έκφρασης του προφορικού λόγου, από την σοβαρότητα του αυτισμού, καθώς και από την συνύπαρξη και άλλων διαταραχών. (Βογινδρούκας, 2003). Στην ΕΕΕ η λογοθεραπευτική αξιολόγηση δίνει έμφαση στις επικοινωνιακές δεξιότητες (κατανόηση του ατόμου, την έκφραση , την αναγνώριση συμβόλων, την κατάκτηση γλώσσας, τον εγγραματισμό, την κοινωνική αλληλεπίδραση και την υπάρχουσα ομιλία), παρά στις δεξιότητες της ομιλίας και του λόγου.(Georgopoylos,2013). Επίσης, ο λογοθεραπευτής αξιολογεί και τις προσδοκίες του ατόμου, καθώς και τις μελλοντικές ανάγκες επικοινωνίας του (Beukelman&Mirenda, 2005) . Έτσι το άτομο αξιολογείται σε διαφορετικά περιβάλλοντα, αλλά και με διαφορετικού επικοινωνιακούς εταίρους.
Στο τέλος της αξιολόγησης θα εφαρμοστεί το κατάλληλο θεραπευτικό πλάνο , με το κατάλληλο υλικό και λογισμικό, ώστε να εξυπηρετεί πλήρως τις ανάγκες και επιθυμίες του ατόμου.